Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

discutant (en)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

discutant (en) αρσενικό και discutante θηλυκό (πληθ.:discutants και discutantes)

  1. συζητητής
  2. άτομο που αμφισβητεί αυτά που άλλος λέει ή υποστηρίζει