discounter
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- discounter < (άμεσο δάνειο) αγγλική to discount (κάνω έκπτωση, μειώνω την τιμή)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
discounter | discounters |
discounter (fr) και discounteur
- κατάστημα ή έμπορος που πωλεί συνήθως εμπορεύματα σε μειωμένη τιμή