Ετυμολογία

επεξεργασία
discounter < (άμεσο δάνειο) αγγλική to discount (κάνω έκπτωση, μειώνω την τιμή)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /dis.kun.tœʁ ή dis.kaun.tœʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
discounter discounters

discounter (fr) και discounteur

Συνώνυμα

επεξεργασία