Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

disconnected (en)

  1. χωρίς σύνδεση, επαφή με κάτι άλλο
    he felt disconnected from his family
  2. αποσυνδεδεμένος (από κάποιο δίκτυο)
    There's no use trying to make a call on the disconnected phone.
  3. ασύνδετος, χωρίς λογική σύνδεση με κάτι άλλο
    disconnected phrases - ασύνδετες φράσεις

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

disconnected (en)