disconnected
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
disconnected (en)
- χωρίς σύνδεση, επαφή με κάτι άλλο
- he felt disconnected from his family
- αποσυνδεδεμένος (από κάποιο δίκτυο)
- There's no use trying to make a call on the disconnected phone.
- ασύνδετος, χωρίς λογική σύνδεση με κάτι άλλο
- disconnected phrases - ασύνδετες φράσεις
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
disconnected (en)
- αόριστος & παθητική μετοχή αορίστου του disconnect