disciplina
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
disciplina (it) θηλυκό
- το γνωστικό αντικείμενο
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
disciplina (la) θηλυκό
- η μελέτη
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
disciplina | disciplinas |
disciplina (pt) θηλυκό