disciple
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
disciple (en)
- ο μαθητής, αυτός που διδάσκεται κάτι από κάποιον, ιδιαίτερα αυτός που με τη σειρά του θα διδάξει άλλους
- αυτός που ακολουθεί τις ιδέες ενός δασκάλου, μιας φιλοσοφίας κλπ
disciple (en)