dilatoire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dilatoire | dilatoires |
Επίθετο
επεξεργασίαdilatoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που τείνει να καθυστερήσει όσο μπορεί περισσότερο, για να κερδίσει χρόνο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη dilater