diatermio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- diatermio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | diatermio | diatermioj |
αιτιατική | diatermion | diatermiojn |
diatermio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | diatermio | diatermioj |
αιτιατική | diatermion | diatermiojn |
diatermio (eo)