diareo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- diareo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | diareo | diareoj |
αιτιατική | diareon | diareojn |
diareo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | diareo | diareoj |
αιτιατική | diareon | diareojn |
diareo (eo)