Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Επίθετο επεξεργασία

deutlich (de)

Εκφράσεις επεξεργασία

  • jemandem etwas deutlich machen - ξεκαθαρίζω κάτι (ένα πρόβλημα) με κάποιον