detektivo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | detektivo | detektivoj |
αιτιατική | detektivon | detektivojn |
detektivo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | detektivo | detektivoj |
αιτιατική | detektivon | detektivojn |
detektivo (eo)