dermato
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- dermato < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dermato | dermatoj |
αιτιατική | dermaton | dermatojn |
dermato (eo)
- (ιατρική) η επιδερμίδα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dermato | dermatoj |
αιτιατική | dermaton | dermatojn |
dermato (eo)