dancarto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dancarto | dancartoj |
αιτιατική | dancarton | dancartojn |
dancarto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dancarto | dancartoj |
αιτιατική | dancarton | dancartojn |
dancarto (eo)