Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
dalot
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
dalot
<
→
λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
;;;
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
dalot
dalots
dalot
(fr)
αρσενικό
τρύπα στο πλάι ενός
πλοίου
, πάνω από τη γραμμή
πλεύσης
, για την εκκένωση του νερού
μικρό
αυλάκι
για την
εκκένωση
του νερού