Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.me.na.ʒe/
 

déménager (fr) (αμετάβατο)

il n'habite plus là, il a déménagé - δεν κατοικεί πια εκεί, μετακόμισε

(μεταβατικό)

il déménagé ses affaires - μετακόμισε τα πράγματά του/της

Συγγενικά

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία