définiteur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
définiteur | définiteurs |
Ουσιαστικό επεξεργασία
définiteur (fr) αρσενικό
- (θρησκεία) κληρικός ορισμένων θρησκευτικών ταγμάτων που διαλέγεται για να βοηθήσει κάποιον στη διοίκηση του τάγματος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη définir