część
Πολωνικά (pl) Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | część | części |
γενική | części | części |
δοτική | części | częściom |
αιτιατική | część | części |
οργανική | częścią | częściami |
τοπική | części | częściach |
κλητική | części | części |
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
część (pl) θηλυκό
Επεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- lwia część: μερίδα του λέοντος