Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική część części
γενική części części
δοτική części częściom
αιτιατική część części
οργανική częścią częściami
τοπική części częściach
κλητική części części

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /t͡ʃ̑ɛ̃w̃ɕʨ̑/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

część (pl) θηλυκό

  1. το μέρος, το τμήμα
  2. το εξάρτημα

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία