część
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | część | części |
γενική | części | części |
δοτική | części | częściom |
αιτιατική | część | części |
οργανική | częścią | częściami |
τοπική | części | częściach |
κλητική | części | części |
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /t͡ʃ̑ɛ̃w̃ɕʨ̑/
- ⓘ
Ουσιαστικό επεξεργασία
część (pl) θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- lwia część: μερίδα του λέοντος