Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cynk (pl) αρσενικό

  1. (χημεία) ο ψευδάργυρος, ο τσίγκος
  2. (μεταφορικά) πληροφορία, συνήθως απόρρητη ή εμπιστευτική