cynk
Πολωνικά (pl)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
cynk (pl) αρσενικό
- (χημεία) ο ψευδάργυρος, ο τσίγκος
- (μεταφορικά) πληροφορία, συνήθως απόρρητη ή εμπιστευτική
cynk (pl) αρσενικό