Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sɛ̃ˈbal/
Ομόηχο: cymbales (πληθυντικός)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cymbale cymbales

cymbale (fr) θηλυκό