cuistance
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cuistance | cuistances |
cuistance (fr) θηλυκό
- (αργκό)
- κατά τον Α' παγκόσμιο πόλεμο, χώρος πίσω από τα χαρακώματα όπου έφτιαχναν το φαγητό
- η κουζίνα
- ≈ συνώνυμα: cantine, réfectoire, (αργκό) cantoche
- το γεύμα, το φαγητό