ενεστώτας cross off
γ΄ ενικό ενεστώτα crosses off
αόριστος crossed off
παθητική μετοχή crossed off
ενεργητική μετοχή crossing off

  Ετυμολογία

επεξεργασία
cross off < → δείτε τις λέξεις cross και off

cross off (en)

  • διαγράφω από κάτι, γράφω μια γραμμή στο όνομα ενός ατόμου ή σε ένα στοιχείο σε μια λίστα επειδή δεν απαιτείται πλέον
    ⮡  Many words have been crossed off.
    Πολλές λέξεις έχουν διαγραφεί.
    ⮡  I crossed his name off the list.
    Διέγραψα το όνομά του από τον κατάλογο.