correctif
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | correctif | correctifs |
θηλυκό | corrective | correctives |
correctif (fr)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
correctif | correctifs |
correctif (fr) αρσενικό