corollary
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαcorollary < μέση αγγλική corollary < λατινική corollarium < corolla < corona
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcorollary (en)
- απόρροια, συνέπεια, συνεπακόλουθο, επακόλουθο
- (μεταφορικά) συμπέρασμα (επακόλουθο κατά την άποψη του συγγραφέα-ομιλητή)