Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
corbeille corbeilles

corbeille (fr) θηλυκό

  1. ο κάλαθος αχρήστων, ο σκουπιδοντενεκές
  2. το πανέρι, το καλάθι