copulatif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | copulatif | copulatifs |
θηλυκό | copulative | copulatives |
Επίθετο
επεξεργασίαcopulatif (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | copulatif | copulatifs |
θηλυκό | copulative | copulatives |
copulatif (fr)