Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

contrecoller < contre- + coller

  Ρήμα επεξεργασία

contrecoller (fr)

  • κολλώ τη μία δίπλα στην άλλη δυο λείες επιφάνειες