Ετυμολογία

επεξεργασία
consistorialement < consistorial + -ment

  Επίρρημα

επεξεργασία

consistorialement (fr)

  1. (παρωχημένο) με τη σύσκεψη ενός εκκλησιαστικού συνεδρίου
  2. σύμφωνα με τους κανόνες και τις αρχές του παραπάνω συνεδρίου