conjure (en)

  1. κάνω μαγικά κόλπα
  2. (κυριολεκτικά) εμφανίζω απ' το πουθενά
  3. (μεταφορικά) βγάζω λαγούς απ' το καπέλο, εμφανίζω/παρουσιάζω απροσδόκητα αντικείμενο
  4. επινοώ, πετάω ιδέα που δεν προέκυψε από κάτι προηγούμενο
  5. εξασκώ τη μαύρη μαγεία
  6. σχηματίζω μια εικόνα στο μυαλό μου, φαντάζομαι
  7. κάνω μια επείγουσα έκκληση
  8. συνωμοτώ, εξυφαίνω ή συμμετέχω σε μια συνωμοσία