Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός confident
συγκριτικός more confident
υπερθετικός most confident

  Επίθετο επεξεργασία

confident (en)

  1. σίγουρος, θετικός σχετικά με ένα ζήτημα
    I am confident in the result.
    Είμαι σίγουρος για το αποτέλεσμα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη certain
  2. που έχει αυτοπεποίθηση

  Πηγές επεξεργασία