Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

condição < απο το λατινικό conditio, onis.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

condição (pt) θηλυκό (πληθ. : condições)


  1. κοινωνική τάξη
    homem de baixa condição (άτομο χαμηλού εισοδήματος, χαμηλής τάξης)
  2. περίσταση, συνθήκη, κατάσταση
  3. όρος, προϋπόθεση
    perdoou-lhe, sob a condição de não reincidir (τον συγχώρεσε υπό την προϋπόθεση να μην επαναληφθεί)
  4. σημασία, σημαίνων, διάκριση
    pessoas de condição (άτομα υψηλού κύρους, επιπέδου)

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

condição sine qua non (ικανή και αναγκαία συνθήκη, εκ των ων ουκ άνευ)