condição
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
condição (pt) θηλυκό (πληθ. : condições)
- κοινωνική τάξη
- homem de baixa condição (άτομο χαμηλού εισοδήματος, χαμηλής τάξης)
- περίσταση, συνθήκη, κατάσταση
- όρος, προϋπόθεση
- perdoou-lhe, sob a condição de não reincidir (τον συγχώρεσε υπό την προϋπόθεση να μην επαναληφθεί)
- σημασία, σημαίνων, διάκριση
- pessoas de condição (άτομα υψηλού κύρους, επιπέδου)
Συγγενικά επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
condição sine qua non (ικανή και αναγκαία συνθήκη, εκ των ων ουκ άνευ)