compromised
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαcompromised (en)
- εκτεθειμένος, προδομένος, που έχει διακυβευτεί
- κάτι στο οποίο έχουν παρεισφρήσει αντίπαλοι, ξένα στοιχεία, που έχει αλωθεί, εκπορθηθεί
- (υγεία) ανοσοκατεσταλμένος, ανοσοανεπαρκής
- ⮡ Much of this research has focused on the elderly, children, or people with compromised immune systems.
- Το μεγαλύτερο μέρος της έρευνας εστιάστηκε σε ηλικιωμένους, παιδιά ή άτομα σε ανακαταστολή -άτομα με ανοσολογική ανεπάρκεια.
- ⮡ Much of this research has focused on the elderly, children, or people with compromised immune systems.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαcompromised (en)
- αόριστος & παθητική μετοχή αορίστου του compromise