complementary
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | complementary |
συγκριτικός | more complementary |
υπερθετικός | most complementary |
Ετυμολογία
επεξεργασία- complementary < complement + -ary
Επίθετο
επεξεργασίαcomplementary (en)
παραθετικά | |
θετικός | complementary |
συγκριτικός | more complementary |
υπερθετικός | most complementary |
complementary (en)