Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
commandement commandements

commandement (fr) αρσενικό

  1. (θρησκεία) η εντολή
  2. (στρατός) το διοικητήριο
  3. η αρχηγία