commandement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
commandement | commandements |
commandement (fr) αρσενικό
- (θρησκεία) η εντολή
- (στρατός) το διοικητήριο
- η αρχηγία