coarticulation
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
coarticulation (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
coarticulation | coarticulations |
Ουσιαστικό επεξεργασία
coarticulation (fr) θηλυκό
coarticulation (en)
ενικός | πληθυντικός |
coarticulation | coarticulations |
coarticulation (fr) θηλυκό