ενικός         πληθυντικός  
cliffhanger cliffhangers

  Ετυμολογία

επεξεργασία
cliffhanger < cliff + hanger. (μαρτυρείται από το 1931)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˌklɪfˈhæŋ.ə(ɹ)/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cliffhanger (en)

  1. (κινηματογράφος, λογοτεχνία) τέλος ή σημείο διακοπής της αφήγησης το οποίο έχει υπολογιστεί ώστε να αφήσει μια ιστορία άλυτη, προκειμένου να δημιουργήσει αγωνία
  2. (κατ’ επέκταση) αποτέλεσμα που αναμένεται με έντονη προσμονή, ιδίως αυτό που καθυστερεί για ένα χρονικό διάστημα ή που δεν είναι γνωστό μέχρι την τελευταία στιγμή

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. cliffhanger - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)