Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

clínico (pt) < από το κλινικός < κλίνη

ενικός πληθυντικός
clínico clínicos

  Επίθετο επεξεργασία

clínico (pt)

  • ο σχετικός με την κλινική εικόνα ενός ασθενούς και την θεραπεία του σε νοσηλευτικό ίδρυμα