Δείτε επίσης: civic

Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
civics civics

  Ουσιαστικό επεξεργασία

civics (en) (συνήθως στον ενικό)

  1. (νομικός όρος) το αστικό δίκαιο
  2. (πολιτική φιλοσοφία) η αγωγή του πολίτη