Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική ciekawość ciekawości
γενική ciekawości ciekawości
δοτική ciekawości ciekawościom
αιτιατική ciekawość ciekawości
οργανική ciekawością ciekawościami
τοπική ciekawości ciekawościach
κλητική ciekawości ciekawości

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ciekawość (pl) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία