chromo-
Διαγλωσσικοί όροι επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- chromo- < αρχαία ελληνική χρῶμα
Πρόθημα επεξεργασία
chromo-
επεξεργασία
επεξεργασία
- νέα ελληνική χρωμο-
- αγγλικά chromo-
- γαλλικά chromo-
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- chromo- < αρχαία ελληνική χρῶμα
Πρόθημα επεξεργασία
chromo- (en)
επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- chromo- < αρχαία ελληνική χρωμο- (χρῶμα)
Πρόθημα επεξεργασία
chromo- (en)