chocolatier
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
chocolatier | chocolatiers |
chocolatier (fr) αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
chocolatier | chocolatiers |
chocolatier (fr) αρσενικό
- που σχετίζεται με την σοκολατοποιία