Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

cherry picker (en)

  1. μηχανικός ανυψωτήρας, ανυψωτικός γερανός, ανυψωτής
  2. κάποιος που συλλέγει κεράσια