ενικός         πληθυντικός  
championship championships

  Ετυμολογία

επεξεργασία
championship < champion + -ship

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈtʃæmpi.ənʃɪp/ (βρετανικό)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

championship (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. (αθλητισμός) το πρωτάθλημα
    ⮡  The badminton champioship will take place at the end of May.
    Το πρωτάθλημα αντιπτέρισης θα πραγματοποιηθεί στα τέλη Μαϊου.
    ⮡  All fans must watch the championship.
    Όλοι οι φίλαθλοι πρέπει να δουν το πρωτάθλημα.
  2. η ιδιότητα του πρωταθλητή