Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

chafe < μέση αγγλική chaufen < παλαιά γαλλική chaufer < λατινική calefacere, calfacere < calere + facere

  Ρήμα επεξεργασία

chafe (en)

  1. φθείρω-γδέρνω λόγω τριβής
  2. θερμαίνω ή ξεμουδιάζω μέσω τριβής