chafe
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- chafe < μέση αγγλική chaufen < παλαιά γαλλική chaufer < λατινική calefacere, calfacere < calere + facere
Ρήμα επεξεργασία
chafe (en)
- φθείρω-γδέρνω λόγω τριβής
- θερμαίνω ή ξεμουδιάζω μέσω τριβής