Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

cetera < ceter + -a

  Επίθετο επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική cetera ceteraj
αιτιατική ceteran ceterajn

cetera (eo)

li estas kaŝita de la cetera mondo, είναι κρυμμένος από τον υπόλοιπο κόσμο