causal
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
causal (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- causal < causalité
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | `causal | `causaux |
θηλυκό | `causale | `causales |
causal (fr)