catoptrique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.tɔp.tʁik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
catoptrique | catoptriques |
catoptrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
catoptrique | catoptriques |
catoptrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό