carnassier
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- carnassier < οξιτανική carnassièr
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaʁ.na.sje/
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | carnassier | carnassiers |
θηλυκό | carnassière | carnassières |
carnassier (fr)