Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
carnassial carnassials

  Ουσιαστικό επεξεργασία

carnassial (en)

  • (απο)κοπτικοί γομφίοι και προγομφίοι σαρκοφάγων που κλείνουν σαν ψαλίδι

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • πεπλατυσμένοι γομφίοι - non carnassial molars