caribou
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- caribou < γαλλική caribou
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcaribou (en)
- (θηλαστικό ζώο) είδος τάρανδου της βόρειας Αμερικής
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- caribou < ινδιάνικης προέλευσης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
caribou | caribous |
caribou (fr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) είδος τάρανδου της βόρειας Αμερικής