cardiographe
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaʁ.djɔ.ɡʁaf/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
cardiographe | cardiographes |
cardiographe (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
cardiographe | cardiographes |
cardiographe (fr) αρσενικό