• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

cappuccino

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Καπουτσίνος μοναχός

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ιταλικά (it)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
  • 2 Πορτογαλικά (pt)
    • 2.1 Ετυμολογία
    • 2.2 Ουσιαστικό

Ιταλικά (it)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

cappuccino < cappucc(io) (κουκούλα) + -ino

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

cappuccino (πληθυντικός: cappuccini)

  • (χριστιανισμός) καπουτσίνος, καθολικός μοναχός του ομώνυμου τάγματος
  • (καφές) ο καφές espresso με ζεστό γάλα και αφρόγαλα, ο καπουτσίνο



Πορτογαλικά (pt)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

cappuccino < (άμεσο δάνειο) ιταλική cappuccino

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

cappuccino

  • (καφές) καπουτσίνο
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=cappuccino&oldid=4886403"
Τελευταία επεξεργασία στις 13 Νοεμβρίου 2020, στις 10:11

Γλώσσες

    • Čeština
    • Deutsch
    • English
    • Español
    • Eesti
    • Suomi
    • Français
    • Galego
    • Magyar
    • Ido
    • Italiano
    • 한국어
    • မြန်မာဘာသာ
    • Nederlands
    • Norsk
    • Polski
    • Português
    • Română
    • Русский
    • Srpskohrvatski / српскохрватски
    • Simple English
    • Svenska
    • தமிழ்
    • Тоҷикӣ
    • ไทย
    • Tiếng Việt
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 13 Νοεμβρίου 2020, στις 10:11.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie